- ὀξίδα
- ὀξίςvinegar-cruetfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὀξίδ' — ὀξίδα , ὀξίς vinegar cruet fem acc sg ὀξίδι , ὀξίς vinegar cruet fem dat sg ὀξίδε , ὀξίς vinegar cruet fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οξίνη — ὀξινη, ἡ (Α) (κατά τον Φώτ.) «ἡ τοῡ στόματος διάθεσις, ἥν φασιν οἱ πολλοὶ τοῡ στομάχου ὀξίδα», ξινίλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. τού επιθ. όξινος] … Dictionary of Greek